- αειθρύλητος
- ἀειθρύλητος, -ον (Μ)αυτός για τον οποίο γίνεται πάντοτε λόγος, διάσημος, ονομαστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θρυλητὸς < θρυλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀειθρύλητον — ἀειθρύλητος ever talked of masc/fem acc sg ἀειθρύλητος ever talked of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek